- πολύθεος
- πολύθεοςofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύθεος — η, ο / πολύθεος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλούς θεούς (α. «πολύθεη θρησκεία» β. «μηδ ἴδῃς μ ἐξ ἑδρῶν πολυθέων ῥυσιασθεῖσαν», Αισχύλ.) 2. αυτός που ανήκει σε πολλούς θεούς («πολυθεοτάτη γάρ, ὡς ὁρᾷς, ἡ ἐκκλησία», Λουκιαν.) 3. αυτός που πιστεύει … Dictionary of Greek
πολυθέως — πολύθεος of adverbial πολύθεος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθεον — πολύθεος of masc/fem acc sg πολύθεος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθεωτάτη — πολύθεος of fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέοις — πολύθεος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέου — πολύθεος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέους — πολύθεος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέων — πολύθεος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέῳ — πολύθεος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθεα — πολύθεος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)